- χαμαιρεπής
- χᾰμαι-ρεπής, ές,A creeping on the ground, grovelling, Gal.12.308. Adv.
-πῶς Hsch.
II cf. sq. 11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-πῶς Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαιρεπής — και χαμαιρρεπής, ές, Α χαμαίζηλος, χαμαιπαγής*. επίρρ... χαμαιρεπῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «χαμαιρεπῶς χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἐπι ρρεπής, ὀξυ ρεπής] … Dictionary of Greek
χαμαιρεπῆ — χαμαιρεπής creeping on the ground neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χαμαιρεπής creeping on the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χαμαιρεπής creeping on the ground masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιρεπές — χαμαιρεπής creeping on the ground masc/fem voc sg χαμαιρεπής creeping on the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιρεπῶν — χαμαιρεπής creeping on the ground masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιρεπῶς — χαμαιρεπής creeping on the ground adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek